- δωδεκάωρος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ώρες: Είχα δωδεκάωρη βάρδια.2. το ουδ. ως ουσ., δωδεκάωρο χρονικό διάστημα δώδεκα ωρών: Δούλεψα συνεχώς ένα δωδεκάωρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.