δωδεκάωρος

δωδεκάωρος
-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ώρες: Είχα δωδεκάωρη βάρδια.
2. το ουδ. ως ουσ., δωδεκάωρο χρονικό διάστημα δώδεκα ωρών: Δούλεψα συνεχώς ένα δωδεκάωρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάωρος — of twelve hours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάωρος — η, ο (AM δωδεκάωρος, ον) 1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάωρο(ν) χρονικό διάστημα δώδεκα ωρών …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάωρον — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem acc sg δωδεκάωρος of twelve hours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαώρου — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαώρῳ — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”